καρδιόσχημος

καρδιόσχημος
-η, -ο
αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -σχημος (< σχῆμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ιάκωβο Χ. Δραγάτση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • καρδικός — καρδικός, ή, όν (Α) [καρδία] πάπ. αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιόσχημος …   Dictionary of Greek

  • καρδιοειδής — Ειδική επικυκλοειδής καμπύλη που σχηματίζεται από την τροχιά που διαγράφει ένα σημείο της κινητής περιφέρειας Κ, καθώς αυτή περιστρέφεται εφαπτόμενη στην ακίνητη περιφέρεια Γ· και οι δύο αυτές περιφέρειες έχουν ίσες τις ακτίνες τους (όπως… …   Dictionary of Greek

  • Μερκάτωρ, Γεράρδος — (Gerhardus Mercator, Ρουπελμόντε, Φλάνδρα 1512 – Ντούισμπουργκ 1594). Εκλατινισμένη ονομασία του Φλαμανδού χαρτογράφου και γεωγράφου Γκέρχαρντ Κρέμερ (Gerhard Kremer). Υπήρξε ο πρώτος που έδωσε μία συστηματοποίηση στις εκτεταμένες γεωγραφικές και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”